δυστροπία

δυστροπία
και δυστροπιά, η (AM δυστροπία)
η ιδιότητα τού δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα
νεοελλ.
απροθυμία, αποφυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυστροπία — δυστροπίᾱ , δυστροπία peevishness fem nom/voc/acc dual δυστροπίᾱ , δυστροπία peevishness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστροπίᾳ — δυστροπίᾱͅ , δυστροπία peevishness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστροπία — η το να είναι κανείς δύστροπος: Γέρασε και μας κουράζει με τη δυστροπία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυστροπίας — δυστροπίᾱς , δυστροπία peevishness fem acc pl δυστροπίᾱς , δυστροπία peevishness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστροπίαι — δυστροπίᾱͅ , δυστροπία peevishness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστροπίαν — δυστροπίᾱν , δυστροπία peevishness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστροπίαις — δυστροπία peevishness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστροπίην — δυστροπία peevishness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεφαλιά — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * η [ακέφαλος] 1. επιπολαιότητα, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • αναποδιά — η 1. εξέλιξη μιας υποθέσεως αντίθετη προς την επιθυμία κάποιου, ατυχία, κακοτυχία, αντιξοότητα 2. απρόβλεπτο εμπόδιο, κώλυμα 3. κακός οιωνός, γρουσουζιά 4. κακοί τρόποι συμπεριφοράς, δυστροπία, ιδιοτροπία 5. (για παιδιά) αταξία, ζωηρότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”